εφαγιστευω

εφαγιστευω
    εφαγιστεύω
    εφ-ᾰγιστεύω
    исполнять священные обряды в честь умерших
    

κἀφαγιστεύσας (= καὴ ἐφαγιστεύσας) ἃ χρή Soph. — и совершив необходимые погребальные обряды


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "εφαγιστευω" в других словарях:

  • εφαγιστεύω — ἐφαγιστεύω και δ. αν. ἀφαγιστεύω (Α) τελώ τις καθορισμένες τελετές, τη λατρεία που έχει καθοριστεί από τα ιερά έθιμα («κἀπὶ χρωτὶ διψίαν κόνιν παλύνας κἀφαγιστεύσας ἃ χρή», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἁγιστεύω* «ιερουργώ, εξαγνίζω»] …   Dictionary of Greek

  • κἀφαγιστεύσας — ἐφαγιστεύσᾱς , ἐφαγιστεύω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»